BOOK

Διαβάστε μαζί μας καθημερινά. Από τα «Ελληνικά Γράμματα» (25ο Κεφάλαιο)

Τα «Ελληνικά Γράμματα», σε συνεργασία με το asist.gr, από σήμερα «διαβάζουν» μαζί «Τα κορίτσια του Ένισμορ». Καθημερινά θα ανεβαίνει στο site και ένα κεφάλαιο του βιβλίου. Μαζί με τις εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα» θα σας προσφέρουμε μία ωραία λογοτεχνική... φυγή. Καλή ανάγνωση!

asist team
Asist Team /
Διαβάστε μαζί μας καθημερινά. Από τα «Ελληνικά Γράμματα» (25ο Κεφάλαιο)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 25

Το στρατηγείο του Winston Churchill, έγινε ξενοδοχείο!
Το στρατηγείο του Winston Churchill, έγινε ξενοδοχείο!

Ενώ η Πρωτοχρονιά του 1915 προμηνυόταν ευοίωνη για τη Ρόζι, για τη Βικτόρια υποσχόταν μονάχα στενοχώριες. Η πρότερή της ελπίδα ότι η φροντίδα των τραυματισμένων στρατιωτών στο ιδιωτικό νοσοκομείο του δόκτορα Κάλεν θα της έφερνε ικανοποίηση είχε ατονήσει. Δεν υπήρχε έλλειψη στρατιωτικών αξιωματικών που χρειάζονταν την προσοχή της, αλλά η Βικτόρια δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό της τη σκέψη πως δεν μπορούσε να το κάνει πια. Η λαίδη Μάριαν της είχε δείξει τα άρθρα της Ρόζι, γεμάτη υπερηφάνεια που η προστατευόμενή της σημείωνε τέτοια πρόοδο. Κι ενώ η Βικτόρια ένιωσε ένα τσίμπημα φθόνου, τρομοκρατήθηκε επίσης από την απόγνωση που περιέγραφαν τα άρθρα της Ρόζι.

Ίσως τα κομμάτια της Ρόζι να ήταν ο καταλύτης που τελικά μορφοποίησε την απόφαση της Βικτόριας. Μία εβδομάδα νωρίτερα την είχαν μεταθέσει και πάλι στην κλινική, αφού η επικεφαλής νοσοκόμα στο ιδιωτικό νοσοκομείο του δόκτορα Κάλεν είχε παραπονεθεί ότι τα νιάτα και η ομορφιά της Βικτόριας ήταν ένας ανεπιθύμητος αντιπερισπασμός για τους αξιωματικούς που βρίσκονταν στην ανάρρωση. Τώρα είχε επιστρέψει πάλι στη φροντίδα των κυριών της αριστοκρατίας με ήπια προβλήματα υγείας. Η αδιόρατη λαχτάρα της να κάνει κάτι παραπάνω μετατράπηκε πολύ σύντομα σε απεγνωσμένες κραυγές που δεν μπορούσε πλέον ν’ αγνοεί. Έτσι, ένα καλοκαιρινό πρωινό, αντί να πάει στην κλινική, ως συνήθως, κατευθύνθηκε προς το Νοσοκομείο της Ένωσης του Νότιου Δουβλίνου, όπου προσέφερε τις υπηρεσίες της ως εθελόντρια νοσοκόμα. Ενώ η Πρωτοχρονιά του 1915 προμηνυόταν ευοίωνη για τη Ρόζι, για τη Βικτόρια υποσχόταν μονάχα στενοχώ-ριες. Η πρότερή της ελπίδα ότι η φροντίδα των τραυματισμένων στρατιωτών στο ιδιωτικό νοσοκομείο του δόκτορα Κάλεν θα της έφερνε ικανοποίηση είχε ατονήσει. Δεν υπήρχε έλλειψη στρατιωτικών αξιωματικών που χρειάζονταν την προσοχή της, αλλά η Βικτόρια δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό της τη σκέψη πως δεν μπορούσε να το κάνει πια. Η λαίδη Μάριαν της είχε δείξει τα άρθρα της Ρόζι, γεμάτη υπερηφάνεια που η προστατευόμενή της σημείωνε τέτοια πρόοδο. Κι ενώ η Βικτόρια ένιωσε ένα τσίμπημα φθόνου, τρομοκρατήθηκε επίσης από την απόγνωση που περιέγραφαν τα άρθρα της Ρόζι.

Το νοσοκομείο ήταν μέρος ενός συγκροτήματος κτη-ρίων στην οδό Τζέιμς, που περιλάμβανε ένα πτωχοκομείο και ένα θεραπευτήριο. Η Ένωση του Νότιου Δουβλίνου είχε επισήμως ιδρυθεί το 1839, αλλά το πτωχοκομείο και το εγκαταλειμμένο νοσοκομείο χρονολογούνταν τουλάχιστον εκατό χρόνια πριν. Όταν η Βικτόρια πήγε να δουλέψει εκεί, το νοσοκομείο είχε γίνει ζωτικός χώρος υποστήριξης για τους φτωχούς του Δουβλίνου, όπως η Μπρίντι και το παιδί της, που μπορούσαν να λάβουν δωρεάν φροντίδα. Πέρα από τις νοσοκόμες και γυναίκες από διάφορα θρησκευτικά τάγματα, το νοσοκομείο είχε στο προσωπικό του πολλούς εθελοντές γιατρούς, ορισμένοι εκ των οποίων μάλιστα ήταν καταξιωμένοι.

Η αντίθεση ανάμεσα στην κλινική του δόκτορα Κάλεν και στην Ένωση ήταν μεγάλη. Το άθλιο κτήριο με τη γρανιτένια πρόσοψη, στο οποίο έμπαινε η Βικτόρια κάθε μέρα μέσα από μια φαρδιά αψιδωτή πύλη, δεν είχε καμία σχέση με το διακριτικό οίκημα γεωργιανού ρυθμού που στέγαζε την κλινική. Το νοσοκομείο ήταν ρυπαρό, θορυβώδες, δύσοσμο και κατάμεστο από ασθενείς. Για πρώτη φορά από τότε που ήρθε στο Δουβλίνο η Βικτόρια άρχισε να νιώθει μια ανεξήγητη ευχαρίστηση κάθε πρωί. Οι νοσηλευτικές της δεξιότητες τέθηκαν σε αυστηρή δοκιμασία αμέσως. Τέρμα πια τα αβρά παράπονα από τις αριστοκράτισσες και τις κόρες τους. Οι ασθενείς της τώρα παρουσιάζονταν με πραγματικές ασθένειες –περισσότερες από τις οποίες οφείλονταν σε κακή διατροφή, άθλιες συνθήκες διαβίωσης και απόγνωση– και εκείνη έκανε τη διαφορά στη ζωή τους. Μέσα στην πρώτη της εβδομάδα είχε φροντίσει ασθενείς με εγκαύματα, σκορβούτο και δαγκώματα από τρωκτικά, καθώς και κοκίτη, πυρετό και αναπνευστικές παθήσεις. Ένιωσε σοκαρισμένη από τον αριθμό των γυναικών, νέων και ηλικιωμένων, που έφταναν με μελανιές και σπασμένα πλευρά και άκρα – και όλες τους έλεγαν πως «έπεσαν».

Οι μέρες στην Ένωση ήταν παρατεταμένες και απαιτητικές. Η Βικτόρια ένιωθε ευγνωμοσύνη για την εξάντληση που την έκανε να πέφτει σ’ έναν βαθύ ύπνο κάθε βράδυ. Η μακαριότητα του ύπνου τής επέτρεπε να διώχνει όλες τις σκέψεις της για τον Μπρένταν και τη θλίψη της που τον έχασε. Κατά τη διάρκεια της ημέρας στο νοσοκομείο σκεφτόταν συχνά τη Ρόζι – περίμενε να τη δει να εμφανίζεται στη συνωστισμένη αίθουσα αναμονής με την Μπρίντι ή το μωρό. Όσο περισσότερο συνειδητοποιούσε τη φτώχεια στην πόλη, τόσο πιο πολύ καταλάβαινε γιατί η Ρόζι έγραφε τα άρθρα που έγραφε.

Ένα ανοιξιάτικο πρωινό του Μάη, η Ένωση ήταν πιο πολύβουη από ποτέ. Στις δέκα η ώρα, η ευρύχωρη αίθουσα αναμονής ήταν κατάμεστη από τους φτωχούς του Δουβλίνου. Φαινόταν να μην υπάρχει τέλος στον χείμαρρο των ανθρώπων που περνούσαν τις πόρτες κάθε μέρα αναζητώντας φροντίδα και συμπόνια. Στερέωνε έναν επίδεσμο στο μπράτσο ενός νεαρού αγοριού όταν ένιωσε κάποιον να την κοιτάζει. Γύρισε να δει. Ένας μελαχρινός άντρας κρυφοκοίταζε μέσα από το παράθυρο. Κάτι στην κατατομή του προσώπου του της ήταν οικείο. Άφησε το χέρι του αγοριού απότομα.

«Ε, δεσποινίς!» διαμαρτυρήθηκε εκείνο. «Προσέξτε και λίγο τι κάνετε!»

Η Βικτόρια όμως δεν το άκουσε. Μια βουή γέμισε τ’ αφτιά της, ζεστός ιδρώτας μαζεύτηκε στον σβέρκο της και οι παλάμες της έγιναν μούσκεμα. Πανικός την κατέλαβε καθώς κοιτούσε αποσβολωμένη τον άντρα. Όχι, δεν μπορεί να ήταν αυτός. Πρέπει να το φανταζόταν. Στάθηκε καρφωμένη στη θέση της καθώς εκείνος άνοιγε την πόρτα και έμπαινε στην αίθουσα.

«Βρε, βρε, τη δεσποινίδα Μπελ! Σαν να προσγειώθηκες λιγάκι».

Το ύφος του Μπρένταν Λιντς ήταν κακόκεφο.

Μια φρενίτιδα συναισθημάτων την κατέκλυσε – ντροπή για τις εικόνες που εισέβαλαν στα όνειρά της, παρότι ήξερε πως δεν ήταν δυνατόν να τις γνωρίζει, χαρά που ήταν εκεί και στεκόταν μπροστά της, φόβος ότι θα την απέρριπτε λόγω του τρόπου που του φέρθηκε η οικογένειά της. Η καρδιά της αναπήδησε μες στο στήθος της και πάσχισε να μιλήσει.

«Μπρένταν;» κατάφερε να πει, το στόμα και τα χείλη της όμως ήταν ξεραμένα. «Τι κάνεις εσύ εδώ;»

Ανασήκωσε τους ώμους και κοίταξε χαμηλά, στο αιματοβαμμένο μαντίλι που ήταν τυλιγμένο στα δάχτυλά του.

«Ψάχνω για μια νοσοκόμα όπως όλοι οι άλλοι. Ήμουν λιγάκι απρόσεκτος μ’ ένα μαχαίρι».

Η Βικτόρια ενστικτωδώς ακούμπησε το πληγωμένο του χέρι, αλλά εκείνος το τράβηξε πίσω.

«Θα περιμένω τη σειρά μου».

Παρότι το ύφος του ήταν σκυθρωπό, η Βικτόρια νόμιζε πως διέκρινε το παλιό του πάθος να καίει στα μάτια του, αλλά απέρριψε τη σκέψη ως ευσεβή πόθο.

«Λυπάμαι για όσα συνέβησαν, Μπρένταν». Τα λόγια βγήκαν ξαφνικά από το στόμα της. «Δεν είχα ποτέ πρόθεση να σε κάνω να χάσεις τη δουλειά σου».

Περιεργάστηκε το πρόσωπό του αναζητώντας κάποιο σημάδι εχθρότητας. Σίγουρα θα την απεχθανόταν, μπορεί και να τη μισούσε για τον τρόπο που του φέρθηκαν στο Ένισμορ. Τον είχαν διώξει χωρίς να του δώσουν καμία ευκαιρία για εξηγήσεις. Πόσο θα πρέπει να δυνάμωσε αυτή η ταπείνωση το μίσος του για τους ευγενείς! Άραγε αυτή του η απέχθεια αφορούσε και την ίδια; Περίμενε την κρίση του, αλλά δεν ήρθε. Αντ’ αυτού ανασήκωσε τους ώμους του αμήχανα.

«Εγώ φέρθηκα σαν ηλίθιος», είπε. «Θα έπρεπε να πρόσεχα περισσότερο αντί να εμπιστευτώ τους ευγενείς».

Η Βικτόρια μόρφασε. Άραγε ο δεσμός μεταξύ τους είχε σπάσει; Συγκράτησε τα δάκρυά της.

«Α, ήταν απλώς η κλοτσιά στον πισινό που χρειαζόμουν για να φύγω από κει», συνέχισε. «Τέλος πάντων, η παρέα είναι καλύτερη στο Δουβλίνο. Υπάρχουν πολλοί τύποι σαν κι εμένα εδώ. Δεν έχουν καμία σχέση μ’ εκείνες τις γερο-νυφίτσες που μόνο να γλείφουν ξέρουν πέρα εκεί, στο Ένισμορ. Και κατατάχθηκα στους Εθελοντές».

«Χαίρομαι που βρήκες τον δρόμο σου, Μπρένταν». Χαμογέλασε, προσπαθώντας να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα. «Κανένας δεν σκέφτηκε ποτέ πως ήσουν φτιαγμένος για λακές».

«Α, ναι, σ’ αυτό έχεις δίκιο. Πολύ σύντομα, όμως, δεν θα έχει σημασία. Όταν αυτός ο πόλεμος τελειώσει, δεν θα ’χουν μείνει λακέδες σ’ αυτή τη χώρα, ούτε στην Αγγλία. Οι νέοι θα έχουν βγει έξω, θα έχουν δει τον κόσμο, πολεμώντας πλάι πλάι με τους υποτιθέμενα ανώτερούς τους, και δεν θα ξαναεπιστρέψουν τόσο εύκολα στους παλιούς τρόπους υπηρεσίας. Θα έλεγα ότι ο τρόπος ζωής των ευγενών θα πεθάνει εντελώς. Και στα τσακίδια να πάει!»

Κοίταξαν ο ένας τον άλλον επίμονα για αρκετή ώρα. Ο Μπρένταν έδειχνε να σκέφτεται κάτι. Εκείνη βαθιά μέσα της ήλπιζε ότι θα άφηνε τον θυμό του να μειωθεί. Καθώς περίμενε, το βλέμμα του μαλάκωσε και το ύφος του έγινε πιο ευγενικό.

«Πρέπει να επιστρέψω προτού χάσω τη θέση μου στην ουρά», της είπε διακόπτοντας τις σκέψεις της. «Χάρηκα που σε είδα, Βικτόρια».

Ανακούφιση την κατέκλυσε. Είχε χρησιμοποιήσει το μικρό της όνομα.

«Κι εγώ χάρηκα που σε είδα, Μπρένταν», ψιθύρισε.

Μ’ αυτά τα λόγια χάθηκε. Η Βικτόρια στάθηκε για μια στιγμή, ύστερα κοίταξε χαμηλά το σκυθρωπό αγόρι που την περίμενε και καταπιάστηκε με τον επίδεσμό του.

«Αχ, είναι πολύ σφιχτό, δεσποινίς», διαμαρτυρήθηκε.

«Συγγνώμη».

Αργότερα εκείνο το βράδυ ξάπλωσε στο κρεβάτι φέρνοντας την επίσκεψη του Μπρένταν ξανά και ξανά στο μυαλό της. Το όνειρο ότι μια μέρα θα τον έβλεπε και πάλι είχε γίνει πραγματικότητα, αλλά ήταν χειρότερο απ’ ό,τι αν δεν είχε έρθει καθόλου. Φοβόταν ότι θα τον έχανε για δεύτερη φορά τώρα. Ήθελε να του φωνάξει όταν έφευγε –να τον ρωτήσει πού έμενε, να προτείνει να βρεθούν κάποια στιγμή– αλλά είχε παραλύσει από ένα μείγμα πόθου και φόβου. Τώρα μετάνιωνε που δεν είχε βρει το θάρρος να του πει πώς ένιωθε.

Έκλεισε τα μάτια της και ανακάλεσε την τελευταία νύχτα που είχε περάσει μαζί του στον περιφραγμένο κήπο του Ένισμορ – το θλιμμένο βλέμμα του καθώς της μιλούσε για τον θάνατο της μητέρας του, τα λεπτά του δάχτυλα που έσφιγγαν τα δικά της όσο μιλούσε, την απαλή αίσθηση των χειλιών του όταν φιλήθηκαν. Δεν υπήρχε κανένα σημάδι από εκείνον τον Μπρένταν σήμερα. Ήταν κρυμμένος πίσω από το αυθάδες, περιφρονητικό πρόσωπο που της είχε δείξει. Τα αισθήματα που ο παλιός Μπρένταν είχε ξυπνήσει μέσα της βρίσκονταν ακόμα εκεί. Θα τους δινόταν μια ευκαιρία να ωριμάσουν; Βούλιαξε το κεφάλι της στο μαξιλάρι λαχταρώντας λίγο ύπνο. Ο ύπνος όμως παρέμενε ένας ξένος γι’ αυτήν εκείνη τη νύχτα και πολλές νύχτες μετά.

 

Ύστερα από την επιτυχία της να βάλει τη Ρόζι στον Γαελικό Σύνδεσμο, η λαίδη Μάριαν Μπελφλέρ είχε αναπτύξει έντονο ενδιαφέρον για καθετί εθνικιστικό. Όπως είχε υποστηρίξει σε πολλές επισκέψεις της στο Ένισμορ, το εθνικιστικό κίνημα στους κύκλους της Προτεσταντικής Υπεροχής μεγάλωνε. Αυτή η εξέλιξη απευθυνόταν στις γαλλικές ευαισθη-σίες της λαίδης Μάριαν, δεδομένης της ένδοξης επανάστασης της Γαλλίας, και, το πιο σημαντικό, στην επιθυμία της να βρίσκεται στο επίκεντρο όλων των νέων και συναρπαστικών δραστηριοτήτων στις οποίες ενέδιδε κάθε επινοητικό και παθιασμένο μέλος της τάξης της.

Μαζί με τον σύντροφό της, τον κύριο Σέιν Κίρνι, παρακολουθούσαν τις εκδηλώσεις του Συνδέσμου και, φυσικά, τις μουσικές και πολιτιστικές βραδιές. Αυτό που απολάμβανε περισσότερο, όμως, ήταν να πηγαίνει στο θέατρο Άμπεϊ. Γνώριζε ήδη καλά τη λαίδη Αουγκούστα Γκρέγκορι, δραματουργό, και τον ποιητή Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς, τους συνιδρυτές του Άμπεϊ, καθώς είχε επισκεφθεί το κτήμα Κουλ Παρκ της λαίδης Γκρέγκορι στο Γκόλγουεϊ αρκετές φορές. Το Άμπεϊ είχε γίνει ο κατεξοχήν χώρος για τα εθνικιστικά θεατρικά έργα και ήταν δημοφιλές στα μέλη του Συνδέσμου.

Ένα βράδυ στα τέλη του Μάη, η λαίδη Μάριαν έπεισε τελικά τη Βικτόρια να συνοδεύσει εκείνη και τον κύριο Κίρνι στην παράσταση Ο μαθητής του διαβόλου του Τζορτζ Μπέρναρ Σο – ενός έργου για την Αμερικανική Επανάσταση. Στην αρχή, η Βικτόρια είχε αρνηθεί προφασιζόμενη κούραση, αλλά η λαίδη Μάριαν είχε επιμείνει.

«Πρέπει να επιστρέψεις στους κύκλους μας, Βικτόρια. Θάβεις τον εαυτό σου σ’ εκείνο το νοσοκομείο και αποκλείεις οτιδήποτε άλλο. Σε επικροτώ για την καλή δουλειά που κάνεις εκεί, αλλά χρειάζεσαι μια ανάπαυλα, γλυκιά μου. Δείχνεις κάπως καταβεβλημένη από τα ξενύχτια. Δεν είναι καθόλου ελκυστικό».

Η Βικτόρια περπατούσε πίσω από τη θεία της και τον κύριο Κίρνι εν μέσω ενός πολύβουου πλήθους από θεατρόφιλους. Μόλις κάθισαν στις θέσεις τους, κοίταξε γύρω της. Το Άμπεϊ της έδινε περισσότερο την εντύπωση μιας επαρχιακής αίθουσας εκδηλώσεων παρά ενός επίσημου θεάτρου. Το κοινό άφηνε τις θέσεις του για να κουβεντιάσει με φίλους και περιφερόταν από τις φτηνές στις μεγαλοπρεπείς θέσεις της πλατείας, αγνοώντας το διαχωριστικό σχοινί ανάμεσά τους. Η ατμόσφαιρα ήταν ενδιαφέρουσα και ζωντανή. Αναγνώρισε πολλές από τις γυναίκες που σύχναζαν στην κλινική του δόκτορα Κάλεν. Η Τζεραλντίν Μπάτλερ ήταν εκεί. Μόλις η Τζεραλντίν είδε τη Βικτόρια, έτρεξε να τη χαιρετήσει.

«Αγαπημένη Βικτόρια!» φώναξε. «Πόσο υπέροχο να σε βλέπω εδώ!» Η Τζεραλντίν έγνεψε προς τη λαίδη Μάριαν και τον κύριο Κίρνι. Έπειτα στράφηκε πάλι στη Βικτόρια. «Έχω να σε δω από τότε που συνόδευσα τη μαμά στην τελευταία της επίσκεψη στην κλινική του δόκτορα Κάλεν».

Προτού η Βικτόρια μπορέσει ν’ απαντήσει, η λαίδη Μάριαν πετάχτηκε.

«Η Βικτόρια δεν είναι πια στην κλινική, γλυκιά μου. Εργάζεται εθελοντικά για τους φτωχούς στο Νοσοκομείο της Ένωσης. Δεν είναι καταπληκτικό, Τζεραλντίν;»

Τα μάτια της Τζεραλντίν άνοιξαν διάπλατα.

«Καταπληκτικό, πράγματι. Χαίρομαι πολύ που το μαθαίνω. Παρότι έχω ακούσει ότι είναι ένα απαίσιο μέρος».

Η Βικτόρια προσπάθησε ν’ αλλάξει θέμα. Την ενόχλησε που η λαίδη Μάριαν ανακοίνωσε δημοσίως τη νέα της θέση – δεν το είχε πει καν στους γονείς της ότι είχε κάνει αυτή την αλλαγή. Η μαμά, το ήξερε, θα πέθαινε αν το ανακάλυπτε και θα ερχόταν στο Δουβλίνο αμέσως επιμένοντας να την πάρει πίσω στο Ένισμορ.

«Πώς είναι η Ρόζι;» ρώτησε. «Διαβάζω τα άρθρα της στο Σπαθί».

Η Τζεραλντίν χτύπησε παλαμάκια.

«Ω, ναι! Δεν είναι υπέροχη συγγραφέας; Έχει αποκτήσει πλέον κοινό».

«Φαντάζομαι ότι η αδελφή της, η Μπρίντι, είναι περήφανη για εκείνη», είπε η Βικτόρια.

Η Τζεραλντίν συνοφρυώθηκε.

«Πιστεύω πως είναι. Η Ρόζι όμως δεν μένει με την Μπρίντι πια. Δεν το έχεις μάθει;»

Η Βικτόρια, η θεία της και ο Σέιν Κίρνι τέντωσαν όλοι τ’ αφτιά τους.

«Μετακόμισε με τον κύριο Κάθαλ Ο’Μάλεϊ».

«Με ποιον;»

Η Τζεραλντίν ανασήκωσε τους ώμους.

«Το μόνο που ξέρω γι’ αυτόν είναι ότι είναι Καθολικός, γιος γιατρού από το Ουέστπορτ, και έχει κάποια στρατιωτική εμπειρία. Είναι υπεύθυνος για την εκπαίδευση νεοσύλλεκτων στους Ιρλανδούς Εθελοντές».

Μια εικόνα του Μπρένταν πέρασε από το μυαλό της Βικτόριας.

«Είναι κάποια χρόνια μεγαλύτερος από τη Ρόζι», είπε η Τζεραλντίν ελαφρώς συνοφρυωμένη. «Ορισμένοι λένε ότι είναι τόσο μεγάλος ώστε θα μπορούσε να είναι πατέρας της». Έκανε μια παύση, και ύστερα λάμποντας συνέχισε: «Είναι πολύ όμορφος επίσης. Θα τον δείτε και μόνοι σας. Κάνει ένα πέρασμα στο έργο απόψε – πιστεύω πως παίζει έναν επαναστάτη που πολεμά έναν Άγγλο στρατιώτη. Έχουν πάρει κάποιους Άγγλους στρατιώτες από τη φρουρά του Δουβλίνου για να υποδυθούν τους εαυτούς τους. Πολύ εύστοχο, δεν βρίσκετε;»

Και με αυτά τα λόγια, η Τζεραλντίν έφυγε βιαστικά, καθώς την κάλεσε μια παρέα νεαρών γυναικών που της έκαναν σήμα από την άλλη άκρη της αίθουσας. Η Βικτόρια κοίταξε εμβρόντητη τη θεία της, ενώ ο κύριος Κίρνι έδειχνε να το διασκεδάζει. Έσκυψε ψιθυρίζοντας στο αφτί της λαίδης Μάριαν:

«Σιγανό ποταμάκι, το κορίτσι μας, δεν συμφωνείς, αγαπητή μου;»

Τα μάτια της λαίδης Μάριαν έλαμψαν.

«Μούρλια», δήλωσε.

Η Βικτόρια προσπάθησε να μαζέψει τις σκέψεις της όταν ένας νεαρός εμφανίστηκε από το πουθενά.

«Είναι πιασμένη αυτή η θέση;» ρώτησε δείχνοντας την άδεια θέση δίπλα της.

Η Βικτόρια ένιωσε ένα αναπάντεχο κύμα ευχαρίστησης ν’ ανεβαίνει στον λαιμό και στα μάγουλά της μόλις αναγνώρισε τον Μπρένταν.

«Όχι», απάντησε μασώντας τα λόγια της.

Έπρεπε να του πει ότι η θέση ήταν πιασμένη, σκέφτηκε. Αυτό θα ήταν το σωστό. Ο ερχομός του όμως της προκάλεσε τέτοιο σοκ και η σωματική της αντίδραση μόλις τον είδε ακόμα μεγαλύτερο, ώστε δεν είχε χρόνο να σκεφτεί.

Ο Μπρένταν κάθισε. Φορούσε τη στολή του Εθελοντή και τα σκούρα του μαλλιά, που ήταν χτενισμένα πίσω από το μέτωπό του, έλαμπαν στο χρυσό φως από τις λάμπες που κρέμονταν στους τοίχους του θεάτρου. Ανέδιδε μια μυρωδιά από φρέσκο αέρα και ελαφρώς καπνό. Η Βικτόρια έριξε μια κλεφτή ματιά στο προφίλ του – ίσια μύτη και δυνατό, μυτερό πιγούνι. Τον κοίταξε βιαστικά καθώς αυτός στράφηκε προς το μέρος της.

«Βλέπω ότι έχεις αποκτήσει ενδιαφέρον για οτιδήποτε είναι ιρλανδικό».

«Και γιατί όχι; Ιρλανδή είμαι».

Εκείνος κρυφογέλασε.

«Ε, υπάρχουν κάποιοι στην οικογένειά σου που δεν συμφωνούν μαζί σου σ’ αυτό».

«Η οικογένειά μου βρίσκεται σε αυτόν τον τόπο εδώ και εκατοντάδες χρόνια. Είναι Ιρλανδοί, είτε το δέχονται είτε όχι. Εξάλλου, η θεία μου είναι εδώ, μαζί μου».

«Ωραία τα λέτε, δεσποινίς Μπελ. Έτσι μπράβο!»

«Το όνομά μου είναι Βικτόρια».

«Α, ναι, όντως», είπε χαχανίζοντας.

Εκείνη γύρισε να κοιτάξει τη θεία της. Η λαίδη Μάριαν ήταν απορροφημένη σε μια συζήτηση με τον κύριο Κίρνι και δεν είχαν παρατηρήσει την παρουσία του Μπρένταν.

«Δεν ήξερα ότι σου άρεσε το θέατρο», είπε η Βικτόρια χαμηλόφωνα.

«Ε, είναι πολλά αυτά που δεν ξέρεις για μένα. Ένας φίλος μου κάνει ένα πέρασμα. Θα παίξει έναν αντάρτη που πολεμά έναν Άγγλο στρατιώτη – το οποίο δεν θα του είναι και πολύ δύσκολο, μπορώ να πω».

«Το έμαθα», είπε εκείνη. «Κάποιος κύριος Ο’Μάλεϊ».

Ο Μπρένταν ανασήκωσε το φρύδι του.

«Αυτοπροσώπως».

«Έμαθα ότι έφεραν μερικούς Άγγλους στρατιώτες από τη φρουρά για να παίξουν τους εαυτούς τους».

«Α, ναι, θα είναι μια εξαιρετική πρόβα για την επανάστασή μας».

Τα φώτα χαμήλωσαν και πήραν θέση μέσα στο σκοτάδι για να δουν το έργο. Η Βικτόρια, καθώς η εγγύτητα του Μπρένταν τής αποσπούσε την προσοχή, δυσκολευόταν να συγκεντρωθεί. Οι αναμνήσεις από τον καιρό που ήταν μαζί στο Ένισμορ κατέκλυσαν το μυαλό της, ειδικά εκείνες από την τελευταία βραδιά τους στον κήπο, όταν του είχε κρατήσει τα χέρια και τον είχε φιλήσει. Αναρωτήθηκε αν κι εκείνος το θυμόταν.

«Να τος», είπε ξαφνικά διακόπτοντας τις σκέψεις της. «Ο Κάθαλ Ο’Μάλεϊ. Αυτός είναι, ο ψηλός με τη μακριά χλαίνη».

Η Βικτόρια κοίταξε τον άντρα. Κάτι πάνω του της ήταν οικείο, αλλά δεν μπορούσε να το εντοπίσει. Ήταν πράγματι όμορφος, και η φωνή του ήταν δυνατή με έντονη προφορά της κομητείας Μάγιο. Δεν είναι να απορείς γιατί τον ερωτεύτηκε η Ρόζι, σκέφτηκε. Πρέπει να της θύμιζε την πατρίδα της. Αλλά να μείνει μαζί του; Έδιωξε τη σκέψη από το μυαλό της. Τέλος πάντων, ποια ήταν εκείνη για να κρίνει;

Μόλις το έργο τελείωσε, ακολούθησε ένα μουσικό φινάλε. Μουσικοί με άρπες, βιολιά και γκάιντες έπαιξαν παλιές ιρλανδικές μελωδίες και το κοινό τραγουδούσε δυνατά τις μελωδίες του ποιητή Τόμας Μουρ. Η Βικτόρια έβλεπε τον Μπρένταν με την άκρη του ματιού της καθώς χτυπούσε παλαμάκια και τραγουδούσε μαζί τους. Έγινε και πάλι ελαφρύς, όπως ακριβώς όταν έπαιζε το βιολί του στην αίθουσα υπηρεσίας στο Ένισμορ. Την πλησίασε και έπιασε το χέρι της. Εκείνη δεν το τράβηξε.

Μόλις η παράσταση τελείωσε, η Βικτόρια ψιθύρισε στο αφτί της θείας της:

«Αυτός ο νεαρός είναι φίλος μου από την Ένωση. Θα πάω μια βόλτα μαζί του για λίγο».

Προτού η λαίδη Μάριαν επιμείνει για συστάσεις, η Βικτόρια τράβηξε τον Μπρένταν από τη θέση του και αρπάζοντας το χέρι του τον έβγαλε βιαστικά έξω από το κτήριο.

«Καλά, ντρέπεσαι για μένα;» είπε εκείνος μόλις έφτασαν στον δρόμο.

Άφησε το χέρι του και γύρισε προς το μέρος του ανήσυχη.

«Για όνομα του Θεού, όχι βέβαια! Απλώς δεν ήθελα να μας πιάσει κουβέντα η θεία μου. Θα έκανε εκατό ερωτήσεις».

Μόλις τον είδε να χαμογελά, χαμογέλασε κι εκείνη ανακουφισμένη. Πήρε το χέρι του ξανά και άρχισαν να περπατούν. Είχε βρέξει όσο ήταν μέσα και τα φώτα του δρόμου καθρεφτίζονταν στο σκοτεινό, υγρό πεζοδρόμιο. Πλήθη ανθρώπων περιφέρονταν γύρω τους, καθώς ξεχύνονταν από θέατρα και παμπ, φώναζαν επιβατικές άμαξες ή έτρεχαν ξοπίσω από τραμ. Αποσπάσματα από μουσική και γέλια ακούγονταν πίσω τους, καθώς οι πόρτες της παμπ άνοιγαν κι έκλειναν. Παρά το πλήθος όμως, η Βικτόρια είχε την αίσθηση ότι εκείνη κι ο Μπρένταν ήταν οι δύο μοναδικοί άνθρωποι στον κόσμο.

«Πώς σου φαίνεται το Δουβλίνο;» ρώτησε εκείνη καθώς άνοιγαν δρόμο ανάμεσα στις ορδές των ανθρώπων.

«Σίγουρα δεν έχει καμία σχέση με το Ένισμορ», απάντησε. «Άνθρωποι κάθε τάξης ανακατεύονται εδώ. Μου αρέσει που κανένας από τους ανθρώπους αυτούς δεν γνωρίζει ποιος είμαι, κι ούτε και τον νοιάζει».

«Η φτώχεια είναι φριχτή όμως. Παίρνεις μια γεύση από αυτή στην Ένωση».

Ο Μπρένταν τής έσφιξε το χέρι.

«Α, ναι, στην Ένωση. Δεν ήταν το μέρος που θα περίμενα ποτέ να σε συναντήσω».

Η Βικτόρια χαμογέλασε.

«Α, μα έχεις στον νου σου την παλιά Βικτόρια – εκείνη που ήταν κακομαθημένη και προστατευμένη. Η καινούργια Βικτόρια είναι πολύ διαφορετική».

«Α, ναι, και η παλιά Βικτόρια ήταν αρκετά καλή, αλλά ομολογώ πως έχω μια αλλόκοτη προτίμηση στην καινούργια!»

Εκείνη του στριφογύρισε το χέρι παιχνιδιάρικα.

«Κι εγώ την προτιμώ. Ένιωθα να πνίγομαι στην κλινική του δόκτορα Κάλεν. Τώρα τουλάχιστον κάνω κάτι για τους φτωχούς που αξίζει».

Ένιωσε να φουσκώνει από ξαφνική υπερηφάνεια με το κατόρθωμά της. Κι ο Μπρένταν σίγουρα θα ένιωθε περήφανος για εκείνη.

«Είσαι σίγουρη ότι δεν κρύβεται ενοχή πίσω από αυτό;»

Τα αναπάντεχα λόγια του την κέντρισαν. Άφησε το χέρι του και απομακρύνθηκε από κοντά του, κοιτάζοντας ευθεία μπροστά καθώς περπατούσε. Εκείνος την ακολουθούσε περπατώντας πλάι της.

«Έχεις δίκιο», είπε τελικά. «Η ενοχή ήταν που με έκανε να αφήσω την κλινική και να γίνω εθελόντρια στην Ένωση. Δεν είναι όμως η ενοχή που με κρατά εκεί. Η δουλειά με γεμίζει και προσπαθώ να βάλω τα δυνατά μου. Μερικές από τις νοσοκόμες θεωρούν ότι είμαι απλώς ερασιτέχνις – ξέρεις, κάποια που δεν το κάνει στα σοβαρά…»

«Ξέρω τι σημαίνει», την έκοψε ο Μπρένταν απότομα. «Δεν είμαι αδαής, που να πάρει!»

Συνέχισαν να περπατούν στη σιωπή, με την απόσταση ανάμεσά τους να μεγαλώνει. Ένα τραμ βούιξε πλάι τους, πιτσιλώντας με νερά της βροχής από τους υπονόμους το στρίφωμα της φούστας της Βικτόριας. Πάλεψε να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Ο Μπρένταν προσπάθησε να πιάσει το χέρι της, αλλά εκείνη το τράβηξε μακριά.

«Λυπάμαι για όσα είπα για την ενοχή μόλις τώρα», της είπε. «Δεν ήταν δίκαιο. Μπορώ να δω πως αυτή η δουλειά σημαίνει πολλά για εσένα». Έκανε μια μικρή παύση. «Και για πρώτη φορά στη ζωή μου», συνέχισε, «νιώθω σεβασμό γι’ αυτό που κάνω εγώ τώρα, επίσης. Μισούσα τον εαυτό μου που δούλευα για τους ανθρώπους οι οποίοι σκότωσαν τον παππού μου, υπηρετώντας τους με χέρια και με πόδια, και κάνοντας υποκλίσεις. Δεν υπήρχε καμία τιμή σ’ αυτό, οφείλω να σου πω».

«Αυτό δεν είναι δίκαιο, Μπρένταν. Δεν ήταν η οικογένειά μου που τον σκότωσε».

«Α, ναι, αλλά στο μυαλό μου όλοι οι ευγενείς είναι από την ίδια πάστα».

Η Βικτόρια πάσχισε να συγκρατήσει τον θυμό της. Γιατί η συζήτησή τους είχε ξαφνικά τόσο θυμό;

«Αν ένιωθες έτσι, τότε γιατί δεν μίσησες κι εμένα; Γιατί κανόνιζες συναντήσεις μαζί μου; Γιατί με φίλησες;»

Ο Μπρένταν σταμάτησε και την πλησίασε, τραβώντας την κοντά του και αγνοώντας τις διαμαρτυρίες της. Την κοίταξε στα μάτια κι εκείνη δεν μπόρεσε να αποστρέψει το βλέμμα. Στάθηκαν εκεί, χωρίς να τους νοιάζουν τα πλήθη που κινούνταν σαν θάλασσα γύρω τους.

«Γιατί εσύ δεν είσαι σαν τους υπόλοιπους», είπε. «Ποτέ δεν ήσουν. Υπήρχε μια συμπόνια και μια ευγένεια σ’ εσένα που δεν υπήρχε σε άλλους. Έχεις υπέροχη καρδιά, Βικτόρια». Ξαφνικά χαμογέλασε πλατιά και τη χόρεψε λιγάκι, ενώ τα χαρακτηριστικά του έλαμπαν κάτω από το φως της λάμπας του δρόμου. «Και τέλος πάντων, όσο κι αν ήθελα να σε φιλήσω κάθε φορά που σ’ έβλεπα, εσύ ήσουν το γενναίο κορίτσι που με φίλησε εκείνη τη νύχτα στον κήπο!»

Η Βικτόρια κοκκίνισε και του έριξε μια παιχνιδιάρικη σφαλιάρα. Εκείνος γέλασε και την τράβηξε κοντά του ξανά. Συνέχισαν να περπατούν, με τα χέρια του ενός περασμένα στη μέση του άλλου, χαμογελώντας σε όποιον συναντούσαν. Η καταιγίδα του θυμού είχε περάσει όσο γρήγορα είχε έρθει. Μόλις έφτασαν στη γέφυρα Ο’Κόνελ, τα πλήθη αραίωσαν, αντικαταστάθηκαν από γυναίκες τυλιγμένες με σάλια, που κρατούσαν σφιχτά στην αγκαλιά τους σκελετωμένα παιδιά με θλιμμένα μάτια, εκλιπαρώντας τους περαστικούς για χρήματα. Ο Μπρένταν έψαξε την τσέπη της στολής του και έριξε μερικά κέρματα στα χέρια των παιδιών. Τα φώτα της πόλης άστραφταν στα σκοτεινά νερά, καθώς σηκώθηκε ένας ξαφνικός αέρας, κουβαλώντας μαζί του την απόμακρη μπόχα των ψαριών που σάπιζαν στην αποβάθρα.

Τελικά, κάθισαν σ’ ένα παγκάκι γελώντας, καθώς το καπέλο της Βικτόριας απείλησε να σαλπάρει κάτω στα νερά. Το κράτησε σφιχτά ανάμεσα στα πόδια της κι ύστερα ακούμπησε το κεφάλι της στους ώμους του Μπρένταν. Ήθελε να μείνει γραπωμένη σ’ εκείνη τη στιγμή για πάντα, αλλά ένας απόμακρος φόβος εμφανίστηκε, τον οποίο δεν μπορούσε να αποδιώξει. Γύρισε και τον κοίταξε.

«Φοβάμαι πως θα έρθει η επανάσταση», ξεστόμισε, «και φοβάμαι τις αλλαγές που θα φέρει. Φοβάμαι τι μπορεί να συμβεί σ’ εσένα. Σ’ εμάς».

Την αγκάλιασε σφιχτά.

«Α, έλα τώρα, αγάπη μου, δεν είναι ανάγκη να ανησυχείς. Μαζί δεν θα ’μαστε σ’ όλα αυτά; Και μαζί δεν θα ’μαστε όταν τελειώσουν;»

Έπιασε το πιγούνι της, έφερε το πρόσωπό της προς το δικό του και τη φίλησε απαλά στα χείλη. Εκείνη ανταπέδωσε το φιλί του, απαλά στην αρχή και μετά έντονα, με ένα πάθος που δεν μπορούσε να συγκρατήσει.

Εκείνος τραβήχτηκε.

«Χριστέ μου, είσαι πράγματι ένα γενναίο κορίτσι!» χαμογέλασε πλατιά.

Χαμογέλασε κι εκείνη.

«Γνώρισε λοιπόν την καινούργια Βικτόρια».

Η βραδιά γινόταν ολοένα και πιο κρύα, και διστακτικά σηκώθηκαν και περπάτησαν σιωπηλοί προς το σπίτι της λαίδης Μάριαν στην πλατεία Φιτζουίλιαμ. Οι μόνοι ήχοι που ακούγονταν τώρα ήταν οι αντίλαλοι των βημάτων τους. Καθώς περπατούσαν, η Βικτόρια κοίταζε ψηλά τα φωτισμένα παράθυρα, βλέποντας πού και πού μια οικογένεια συγκεντρωμένη γύρω από μια λαμπερή φωτιά. Συνήθως περνούσε βιαστικά, χωρίς ποτέ να σταματήσει να κοιτάξει, αλλά απόψε επέτρεψε στον εαυτό της να φαντασιωθεί, να φανταστεί την ίδια και τον Μπρένταν και τα παιδιά τους να γεμίζουν τέτοιους χώρους σε μια μελλοντική ζωή. Όταν έφτασαν στα σκαλοπάτια της λαίδης Μάριαν, στάθηκαν κρατώντας σφιχτά ο ένας τον άλλον, απρόθυμοι ν’ αποχωριστούν.

«Χαίρομαι τόσο που σε βρήκα ξανά», ψιθύρισε ο Μπρένταν με κοφτή ανάσα. «Και δεν πρόκειται να σε ξαναφήσω να φύγεις».

«Δεν πάω πουθενά», είπε εκείνη καθώς τα χείλη του πίεσαν τα δικά της.

Τέλος 26ου κεφαλαίου

Οι εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα» προτείνουν επίσης:

1. «Τα Ανέμελα Χρόνια», της Elizabeth Jane Howard

2. «Το άρωμα της ευτυχίας είναι πιο δυνατό κάτω από τη βροχή», της Virginie Grimaldi

ΚΟΣΜΙΚΑ

Τζένιφερ Λόπεζ-Μπεν Άφλεκ: Η επόμενη ημέρα του γάμου…

Τζένιφερ Λόπεζ-Μπεν Άφλεκ: Η επόμενη ημέρα του γάμου…

Μαίρη Αυγερινοπουλου 19/07/2022
ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟ: Ο Μάθιου ΜακΚόναχι οικογενειακώς στην Ελλάδα

ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟ: Ο Μάθιου ΜακΚόναχι οικογενειακώς στην Ελλάδα

Γωγώ Αυγερινοπούλου 14/06/2022
ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟ: Το Χόλλυγουντ κάνει διακοπές την Ελλάδα

ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟ: Το Χόλλυγουντ κάνει διακοπές την Ελλάδα

Μαίρη Αυγερινοπουλου 15/06/2022

ΚΟΣΜΙΚΑ

Το The Pop Up Project  δίπλα στα Παιδικά Χωριά SOS!

Το The Pop Up Project  δίπλα στα Παιδικά Χωριά SOS!

Μαίρη Αυγερινοπουλου 20/07/2023
SYMMETRIA: Διεθνής Βράβευση

SYMMETRIA: Διεθνής Βράβευση

Μαίρη Αυγερινοπουλου 20/07/2023
MI-RŌ:  Φαντασμαγορική επίδειξη μόδας

MI-RŌ:  Φαντασμαγορική επίδειξη μόδας

Μαίρη Αυγερινοπουλου 19/06/2023